Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Α















 η μάνα μου, κάθε που φεύγει, μιλάει με τα νερά / των υπογείων μου που στρώνω χορό στα προσκέφαλα των μυαλών μου. /
λειαίνει την άβυσσο η μάνα και συνεχίζει να πλένει ασπρόρουχα στην σκάφη της.
κάθε που επιστρέφει μαντάρει τον αιώνα μου / - των δακτύλων μου τις ανάσες με τα πελεκημένα νύχια απ' τις βροχές των ειδώλων μου -
την βλέπω τα βράδια να σφουγγαρίζει το μέτωπό μου / "ν' ακούσεις", μου λέει, "τους αρχαίους μου, να αμβλύνεις την σκληράδα των όψεών σου"
η μάνα μου σκόρπια μετρούσε, αλλά τις μοίρες μου τις έχτισε με την ακρίβεια των θανάτων μου. κι όταν χτίζει η μάνα, μια πληγή μου σφαδάζει στην μάθηση των χνώτων μου.
στην πρώτη μας αγκαλιά, η πρωθιέρεια όρασή της, μου άκουσε την πέτρα και το όνειρο - μέχρι την τρίτη και κάτι λεπτά μπόρεσα να ξεκλειδώσω το αχανές μου, κι έτσι, έλυσα τον γόρδιο των φωνών μου σε αέναη της Μάνας μου Φωτιά._