Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Ακούς -;-












Όταν οι ποιητές στριμώχτηκαν
στην άκρη του κόσμου -
να δουλεύουν καλύτερα
το μελάνι τ' ουρανού -
μπόρεσα να κρατήσω το διάβολο
απ' την άκρη του μυαλού του
Τον κρέμασα σημαία
στο δείχτη μου
κι άρχισα να κατεβαίνω
στην καρδιά της φωτιάς -
εκεί
που το φεγγάρι μονολογεί
με το υπόλοιπο του χρόνου μου
Ρήμαξα το μετέωρό μου βήμα
με το μετέωρο της ύπαρξής μου
πάνω στο γαλάζιο σου βλέμμα ουρανέ
και
τίναξα την ανάσα μου
απ' τη σκόνη
των δρόμων που σεργιάνισε
η φαντασία μου
Φίλησα
τις σπασμένες φωνές των διαβατάρικων -
ασπασμός τελευταίος -
κάτι να πάρω
απ' τη μυρωδιά της ζωής ακόμη
και βάφτισα το βλέμμα μου γεράκι
με τ' ακριβό νερό των πηγών σου
Γεράκι πηγαίνω τώρα
πιο πάνω
κι όλο και πιο κάτω γι' αυτό
εκεί
που σπάνε τα κύματα
και τα κρανία ζητούν κορμί
να δέσουν με το ποίημα
Όμως
η ζωή κυκλοφορεί
στα σκοτεινά υπόγεια
με τα μονωμένα ντουβάρια
- να μη ξεφύγει το δάκρυ
και με δεις πάλι μικρό
...Κι ας μου ΄ταξες βροχές
ν' αστράφτει ο ουρανός
μέσα στη νύχτα