Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

με βροχή


















Ανάμεσα σε δυο κατακλυσμούς
Να
Με
Σα… Ανάμεσα
σε δυο κατακλυσμούς
γεννήθηκαν οι θάνατοι..

Ανάμεσα σε δυο κατακλυσμούς
γεννήθηκαν οι θάνατοι
..των ανθρώπων

Στον αδιέξοδο παράδρομο
της ζωής
εκεί, ανάμεσα..

Στον κεντρικό δρόμο
Ναι, της Ζωής -!-..
Στον κεντρικό το δρόμο
μποτιλιάρισμα
των παραδείσιων σωμάτων..

Χε!
Στον αδιέξοδο
να τραφώ με λάσπη
και κοπριά
Να χτίσω με της κόλασής μου
το μπετό
το δικό μου παράδεισο
με το μυαλό
να μου ξεφεύγει
για κάτω
να το προφταίνω
να δράσει μοναδικά
εξαιρετικά
αιρετικά
να καθαιρέσει
τα γκέτο
να άρει 
τα φέρετρα των 
ανθρώπων..

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

άγριο μεθύσι















Άγριο μεθύσι απόψε-!-
Στραγγίζω τις φλέβες μου 
στο στόμα -
Πριν με δολοφονήσουν
ξέχασαν να κλέψουν το στιλέτο μου -
μου πήραν μόνο την καρδιά
Τι να τον κάνω το μυ
με τόσα τραγούδια μες 
στις φλέβες -;-
Με τόση θάλασσα
και τόση ηδονή -;-

Είχε αρχίσει από καιρό
να με βαραίνει το κορμί
Με χίλια εξαρτήματα
έπεφτα στη γη
Πως να στερεωθώ
στα δυο μου ξυλοπόδαρα
και πως να εστιάσω
στο κέντρο
του υπερπέραν -;-

Και στάθηκεν άκλιτη
η δολοφονία μου
Οι επίδοξοι
κάπου κοιμήθηκαν
και τους πήραν οι αιώνες -
σ’ ένα κοιμητήρι
πάνω απ’ το ρήγμα του κόσμου-

Τουλάχιστον
έπαψαν να μιλούν
Σε κάθε τους αράδα
κι ένα κάλπικο νόμισμα 
έπεφτε
στο κεφάλι μου –
Κι είχα τόσες θύμησες εκεί -!-..
...που μου χαλούσαν 
τους ήχους τους…

Κι ύστερα -;-..
…Άγριο μεθύσι απόψε
Κι αρχίζω να 
σκαλίζω το ταβάνι μου
τρύπα ν’ ανοίξω να βρω φεγγάρι
Με τόσους πυρετούς -
που μ’ έκαιγαν –
είχε αρχίσει να σκουριάζει -
να καταπίνω μούχλα
δεν ωφελεί…

Κι έτσι, που λες,
που λέω, δηλαδή...
...Ένας χορός με θέα το φεγγάρι -!-

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

κάτω απ' τα φαινόμενα
















Βαπτίζονται φιλήσυχοι
και φεύγουν σιωπηλά...

Επιλέγω
ένα σπασμένο τζάμι
να δω τον κόσμο
μήπως ορθό
μήπως χαμόγελο-;-
Επιλέγω
λεωφόρο γεμάτη αίμα
να βαπτίσω την καρδιά μου
ξανά και ξανά
να μπορέσω
να σταθώ στα πόδια μου
που τρέμουν
μπροστά στο λιθοβολισμό
του αιώνιου παιδιού..
Έτριξε η γης
και ραγίσανε τα τζάμια..
Κι έτριξε
απ' το διάβα του Ωραίου
μέσα απ' τις μελωδίες
που προδόθηκαν..
Σκλάβοι του δήθεν που 
γινήκαν οι πολλοί
έτριξαν τα συθέμελα 
του Πάντα
κι έτσι 
λιθοβόλησαν το Όνειρο -
ασπούδαστοι στις παραβολές -
όσοι λένε ... γνωρίζουν
όσοι λένε...λέω
Κι έξω μυρίζει Άνοιξη
που ποδοπατήθηκε
από μιας πόρνης ψυχής
την αντανάκλαση...
...και πέθαινα
γιατί ΄χα φυλακή..

Εκείνο το αστέρι
που ζωγράφισα
την πρώτη μέρα της
κράτησής μου
το λησμονούσα αιώνες
όσα τα ισόβια δεσμά
και τώρα που το άγγιξα
τυχαία
με παραλυμένα μέλη
το φως έζησα
για πρώτη φορά...

Βιάσου να λευτερωθείς-!-
Ο καιρός περνάει γρήγορα..
και δε θα σου δείξω εγώ
τους δολοφόνους 
Εγώ
θα προστατευτώ κατά
το πρέπον σου
από την προδοσία
και 
πετώ τα ρούχα μου -
να τα πάρει ο άνεμος -!-, λέω -
Λύνω τη σιωπή μου
και ουρλιάζω..
Έλα! Της φωνάζω
Χτύπησέ με! Της φωνάζω
Με βιάζει ανελέητα..
.....
Έχει αρχίσει να νυχτώνει
Νομίζετε ότι κλαίω..
είναι που μ' ερωτεύτηκε η βροχή..

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

τα τρένα ... τα πάτησαν οι μάγκες


















Ε, ναι, λοιπόν -!-
Οι μάγκες χόρεψαν στους στίχους
Ανακάτεψαν τα γράμματα
κι επαναστάτησαν στις αλφαβήτους
Μ' ανάποδα τα τετράδια
συνέφεραν το θεό
που είχε ξεχάσει
πως στρίβουν τσιγάρο
πως καπνίζουν τις γόπες
πως βυζαίνουν το δάχτυλο -
στα κρυφά
να μη δει ο θάνατος -

Κι αφού χόρεψαν
έψαξαν για ερωμένες -
μεθυσμένες αρτίστες
κορίτσια των μπαρ
στα φτηνά ξενοδοχεία
πίσω απ' τους πάγκους
στις λαϊκές αγορές

Ουρές στα δημόσια ουρητήρια
να πάρουν γρήγορα
το εισιτήριο
της λύτρωσης -
όρθια πάντα
για να πατήσουν το τρένο -
που η κακιά γλώσσα
πρόλαβε να φτάσει
στον παράδεισο
πριν δύσει ο θεός
και κοιμηθεί..
...για ν' ανατρέψουν τη φήμη
πως
"οι μάγκες δεν υπάρχουν πια
τους πάτησε το τρένο"

Και τότε ήταν
που ανέτειλαν  τα όνειρα
αφού πρώτα
ο Κύριος χασμουρήθηκε
και δημιούργησε
Άνθρωπον -!-

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

τσιγάρο ατέλειωτο











Ένα τσιγάρο που
καίγεται είμαι
θα μπορούσα
φουγάρο
σε υπερπόντιο πλοίο
με έναν μονάχα επιβάτη
που δίψασε να σπάσει
τα σύνορα
με σένα, ας πούμε,
που τρόμαξες
το φεγγάρι μου
εκεί βαθιά
που αιμορραγούσε -
μέσα στην καρδιά μου
Δεν είμαι πλέον -
πλάσμα αλλόκοτο είμαι
που προσπαθεί να ορίσει
η φαντασία μου
να κορεστεί η
βεβαιότητά σου
στο αλλοπρόσαλλο
των ματιών μου,
καθώς τινάζουν το βλέμμα μου,
όπως τινάζεις το σεντόνι σου
να πέσουν στο χάος οι ψίθυροι
απ' τους εφιάλτες σου -
της νύχτας που αντίκρισες
το λάθος των ορμών σου -

Και μια βραχνή φωνή είμαι
θα μπορούσα φουγάρο
σαπιοκάραβου
που βγήκε σκάρτο
στους ωκεανούς
να συλλέξει μυστικά
απολιθώματα
και να πεθάνει
πριν την επιστροφή του
κατά της σοφίας
τις ρήσεις
και συνέλεξε τον εαυτό του
συντρίμμια

Δεν επιστρέφει ο δολοφόνος
στον τόπο του εγκλήματος -
κι αν επιστρέψει, είναι
για να ολοκληρώσει το έργο του -
το θύμα γυρίζει πάντα εκεί
να δώσει τίτλο στην τραγωδία -
και ν' αναλύσει το γιατί -
να μάθει το σκοπό
της θυσίας του

Έτσι επιστρέφω βράδυ
στον τόπο αυτό
με το νωπό το αίμα -
στο στόμα η πλώρη,
τα χέρια κουπαστές
το τσιγάρο να καπνίζει ακόμη

Επιστρέφω άρχοντας
κι αν σκιερός -
είναι απ' τις αρμύρες
και το ξερό του βοριά
που τίναξε χνώτο πάνω μου
κι έγινα άνθρωπος
δίχως τρίαινες και άλλα τέτοια
που καθορίζουν τυραννία
αλλά τρέλα πάθους
για να θυμάμαι
την τελική σου πτώση
σε νηνεμία μέσα
όταν σχεδίαζα με αιμάτινο μελάνι
τους δολοφόνους μου
στη λευκή κουρτίνα
της κρεβατοκάμαρας...

Και σκέφτομαι τώρα...
...να ΄ναι τ' αστέρια που
χύθηκαν στο μυαλό μου -;-..
να ΄ναι το κάρμα που
καίγομαι τσιγάρο -;-
Τώρα καπνίζω και το τελευταίο
στη θάλασσα μέσα των
χυμένων αστεριών
και λέω -
αναγνωρίζοντας πάντα τις ευθύνες
και τα χρέη μου -
να κρεμαστώ πάλι στο βράχο
είναι ο μόνος που αυτοθέλητα
σηκώνει το βάρος
των καπνισμένων χειλιών μου
με τ' αλλοπρόσαλλο βλέμμα μου
στο στέκι των θνητών...

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

η κατάρα
















Όταν
με βρίσκει
η στενή 
απόφαση
διψασμένο
από
νύχτες με 
ανάστημα 
παραμονής -
γιορτής 
αναμενόμενης,
να γυρέψω
μαχαίρι
και σκοινί
να γυρέψω
παράθυρα -
φυλαγμένα σε
μπαούλα - που 
λησμονήθηκαν στις 
σφραγισμένες
αποθήκες μου
από 
τον τρελό
αποθηκάριό μου,
που έχανε
τα λάδια πάντα
των συνδέσεών μου
με το ανυπέρβλητο
μυστικό που
του εμπιστεύτηκα..
Δίκαια η
θάλασσα
μεταναστεύει
στο άγνωστο -
ανώνυμη και
ζητιάνα,
και, μένει
μόνο ο
Βοριάς
ν' αφρίζει  στις 
κομμένες
φλέβες -
εκεί που
ο καρπός
σημαδεμένος
από χρόνια
έγερνε να
μαστιγώνει
τα ξενύχτια μου -
κατάρα από 
τους μήνες
τους εννιά της θωράκισής μου..