Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

παΡΑγγελιά -!-




Έρχονται -!-
Τους έβλεπα αιώνες με
τραβηγμένα μυαλά στις
αστραπές του χρόνου τους.
Κοιτούσα
ευθείες αισθήσεις μου να
φουρτουνιάζουν γεννώντας
λυγμούς και
δόντια άκομψα στραβά –
οπλικά συστήματα
τεχνολογίας αυτοφυούς σε
παρθενογένεση μάταιης δόξας
Ξερρίζωναν μαλλιά –
φυτά νικηφόρα σε
άγονους πλανήτες 
βιάζοντας, λεηλατώντας αχαμογέλαστα –
στραμμένα εναντίον του
Διός σ’
αραχνοΰφαντες στιγμές
ανθεκτικές στο χρόνο που
ερμηνεύονταν -Πάθος
γιατί
τα χείλη τους έτοιμα για
φιλί –
οιδηματικά ερωτικά να
αγγίξουν το
άφυλο φύλο –
καύση μυστηριακή.
Μέχρι να υγρανθούν τα
μάτια
η πόρνη έσπειρε το
αδιέδοξο και
μέχρι να κοιμηθώ το Παν
οι πουτάνες ρούφηξαν το
νέκταρ μου από
τούνελ εριστικά μου που
εκκολάπτοντο ερωδιοί μου
μέρες και νύχτες απροετοίμαστης
σιωπής – μόνο μ’
εκρήξεις ιαχής που
λάξευα τη ζωή μου.
Τους έβλεπα λοιπόν
και δε με ξαφνιάζουν
τώρα που
έφτασαν – μόνο
μια κράμπα στην
ψυχή απ’
τον αρνητισμό της
συνείδησης να
ιππεύσει τη σύφιλη της
εποχής..
Γι’ αυτό και μόνο
Αναρτώμαι
προκαλώντας το
διάβολο που
βάλλει εντός και
ακατάπαυστα το
άσμα που
αφιέρωσα –
μια κορδέλα ασημιά
στην ερωμένη του
κύκλου μου που
φτηνή μαστούρα μ’
ανοίχτηκε –
ευθεία προσγείωσης και
μόνο  αυτό με
ξεγέλασε
Έτσι
εγκυμονώ καταπέλτη
σιωπή κι
ηλίθια μη στέκεσαι..
οι υπέργηροι τοκετοί
εκτοξεύουν αθανάτους -!-
…Και
 κλείσε ανάγωγε την
πόρτα μου καθώς
θα φεύγεις όπως
κλειστή τη βρήκες και
τη διέρρηξες

Για το
τέλος μου
επιθυμώ τη
γωνιά μου άδεια από
κλοπές και
υποκρίσεις -!-   
Εεε! Χαιρετώ σε -!- με
δίχως το φιλί..

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

στο δικό μας απόψε..

http://duendemagazine.gr/

Απόψε που πέθανα
Μην ασθενείς
Μη θρηνείς
Αναπαύσου
Χωλαίνουν τα δάκρυα
Μηδαμινά μάτια
Δεν ορίζουν
Συγκεχυμένα
Κι απροσάρμοστα στο φως
Πώς να κλάψεις τις
Σκιές -;-
Κι έβρεξα νύχτα
Απόψε
Που πέθανα
Αφού τότε
Θυμήθηκα τα πάντα:
Πώς γνέφουν
Πώς βυζαίνουν τα
Χείλη
Πώς κρεμιέται το όναρ
Σκηνικό των δρώμενων -;-
Πώς τρυγάς (;) θυμήθηκα
Να περιμένω κι άλλο θάνατο
Δίχως κλοπή της σωρού μου
Σωρός αποτσίγαρα
Τσιμέντο
Κι αποσιωπητικά διαδικασίας
Ακριβούς απόδοσης
Της χροιάς μου
Η χροιά σου -ερωτεύσιμη
Μπάντα δειλινού όταν
Λείπει το χάδι
Όταν η επανάσταση μαίνεται
Μέσα στα θολωμένα μυαλά
Στις καντίνες με
Τα λουκάνικα και
Πέρα στις αγορές τις αντιλαϊκές
Που σέρνουν καρότσια άδεια
Τα κοπάδια των λιποθυμισμένων
Ορδών όχλου
Και επαιτών..
Καλλιγραφίες αρνήθηκα
Κι αρνούμαι ντροπή
Στις ατσαλάκωτες μέριμνες
Και στα φρεσκοπλυμένα
Πουκάμισα
Τώρα που πέθανα
Ορώ
Φορώ μακό μαύρο
Και μαύρο τζιν με
Μυρωδιά ονείρωξης
Στην ξενιτιά του
Περιθωρίου μου
Που φυτά ρίζωσα
Τα φριχτά καρφιά σου
Κι όμως, θρηνείς -!-
Και ασθενείς
Ανισορροπείς στα
πταίσματα
Και λες,
Θριαμβεύεις στα
εγκόσμια
Γλύφεις -
Πάλι γλύφεις –
Πτερύγια αεροπλάνων
Που αιμορραγούν
Τους ανέμους..
Σ’  αγαπώ, σου λέω ξανά
Και ξανά προαυλίζεσαι
Με φτηνούς προστάτες

Απόψε που πέθανα μωρό μου
Άσε να σου δείξω
Πώς κάνουν έρωτα οι αθάνατοι
Και πώς αρπάζουν το
Πάτωμά σου οι
Φλόγινες γλώσσες των
κεριών –
Φιλιών που
απόψε νοστάλγησες
Και έσκισες
Την αθανασία..
Εγώ επαναστατώ -!-

Προμηθεύς Πυρφόρος (η πρώτη μου συνεργασία με το περιοδικό ΝΤΟΥεΝΤΕ)

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

κατά τας γραφάς..





















Ακρόαση θαλασσών
Ενώ ίπτανται καράβια
Πάθη θαλασσοπόρων πειρατών
Σε αμφιθέατρα κοράλλια
Νηστικοί δείπνοι
Εφήμερων κι αιωνίων
Σκοτεινών ηρώων
Που δεν κατηγορούν τ’ 
Ανέφικτα
Αλλά ποντάρουν στις 
Προσδοκίες τους
Όταν οι τοίχοι 
Σαλπάρουν σ’ αίμα
Κι οι θεατές αρμένισαν 
Ναυαγοί
Παραμορφωμένοι 
Μάθησης φλεγματικής
Εξουσίας εγκληματικής
Ακρόαση πριν το 
Άκουσμα του πετεινού
Και πρι να λαλήσει 
Το βιβλικό πτηνό
Μέσα στη νύχτα του 
Νυχτερινού σάλτου
Περιθωριοποιημένων
Που ίδρωσαν
Το Χρέος να
Κρατήσουν Ουρανό
Όταν οι άλλοι λάκισαν
Με τεντωμένο δείκτη –
Κάρφωμα κι 
ανευθυνότητά τους –
Ακρόαση θαλασσών
Με τη βαθιά στεντόρεια φωνή
Του Ποσειδώνα
Πως οι δικαστές κατάδικοι
Και ποιος θα τους δικάσει -;-
Όταν τα μάτια παραληρούν
Και η συνείδηση γνωρίζει –
Ο φόβος – προδότης κι
Όνειδος
Μετά τη σταύρωση
Του φωτός…
Γι’ αυτό και μόνο
Οι Δάσκαλοι παίρνουν 
Τις λεωφόρους
Οι φοιτητές τα δίκαννα
Κι οι … άλλοι 
΄Πιασαν τα στενά –
Πόρνες
Για λίγα τάλιρα…
Τεντωμένα αυτιά –
Να τερματίσουν πρώτοι..
Τι αφελείς!.. Να
Τερματίζουν στο τέρμα του
Τέρματος
Όταν οι συντεταγμένες της
Φύσης καταδεικνύουν 
Το άπειρο -!-..
Έι, ψαράδες!!! Μη 
με λησμονάτε
Που κρεμασμένος 
Παραδέρνομαι
Μες στον καιρό!
Πάντα κρεμασμένος γι’
Αυτό και ο πιστός
Ο Φύλακας των Εντολών!..
Κι όταν η ακρόαση τελείωσε
Στο αμφιθέατρο
Κοιμήθηκαν όλοι οι ξενιτεμένοι
Έξω  έγινε ο κατακλυσμός
Κατά τας γραφάς
Εκείνων που
Τρόμαξαν να ξενιτευτούν..

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

παραγωγής διαδικασίες




Να θυμάσαι
Στο ΄χα πει
Όταν ανακυκλώνεσαι
Να θυμάσαι -
Η παρουσία σου
Παραγωγική οσμή
Και χάος
Με εργατοώρες μύριες
Και καρφωμένα δάχτυλα
Απ’ το πασίγνωστο σχέδιο -
Τη μελέτη
Των εσόδων τους -
Πρόβλεψη παράδοξων εαυτών Σου
Προϋπολογισμός
Των αρίστων κατακτήσεών τους

Πού είσαι -;-
Μπορείς ακόμη ν’ ακούς -;-

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

τα χρέη των ζωών μου



















Κάποτε
Θα γεννηθώ.
Δε θα το καταλάβεις
Γιατί θα στάξω
Σα χειμωνιά
Στους κροτάφους
Των λεπτών
Και πάσαι αι γενεαί
Σα μοίρες
Θα ΄ρθούν
Να μου ζητήσουν
Τα δανεικά τους –
Κάτι δεκανίκια
Ένα σπίρτο καμένο –
Ανάμνηση ανάστασης –
Και δυο τάλιρα
Για την μέχρι τώρα αρωγή των –
Πριν τον … εκσυγχρονισμό
Που πέταξαν στους ανθρώπους
Θα θελήσω να τους επιστρέψω
Τις παγκόσμιες γιορτές –
Αλλιώς έξω
Και μέσα αλλιώς –
Τι να τις κάνει ένα νεογέννητο -;-
Δε θα τις παίρνουν
Το γνωρίζω –
Γκόμενες πολυτελείας
Με ξένες γλώσσες και
Επεμβάσεις πλαστικές -
Πρέπει να λάβω τα
Μέτρα μου γι’ αυτό..
Στο τέλος
Θα περισσέψουν τα
Πόδια μου
Θα βουλιάζουν πάντα
Και θα μειώνεται το ανάστημα –
Να μάθω να βαδίζω
Με τα χέρια -
Το βιολί μου θα
Συγχρονιστεί με
Το χώμα επιτέλους

Κάποτε, θα
Γεννηθώ ξανά
Θα είναι η
Μέρα που
Η βροχή θα τρέμει
Απ’ την υγρασία των
Αισθήσεών της
Κι εγώ θα πρέπει ν’
Ακροβατήσω
Στο Άλφα
Τοποθετώντας το
Μπροστά απ’ όλες
Τις εξουσίες
Και τις αρχές
Των λαβωμένων εαυτών μου
Πάσαι αι γενεαί
Θα φύγουν αδιάβαστες
Από το συναξάρι
Των ζωών μου
Τόσα που μου πρόσφεραν
Χίλια θα πάρουν
Χρόνια στην εντατική
του νοσοκομείου
έμαθα καλά τους
νόμους του εκσυγχρονισμού..
Τότε θα με δω
Στο πριν
συννεφιασμένο
Να προσπαθώ το μέσα
Έξω να φέρω –
Έξω να είμαι στα παραπήγματα
Και να ψάχνω με δίψα για
Οβολούς
Που δε μ’ άφησαν να ταξιδέψω
Πριν τους επιστρέψω
Τους δανεικούς που γύρεψα
Για μια αγάπη να ΄χω..
Και τότε
Θα πρέπει να καταδώσω
Τις παραισθήσεις μου
Μάλλον και
Να πυροβολήσω
Γιατί…
Έξω αλλιώς
Και μέσα…άλλα
Μετά απ’ αυτά
Θα φύγω
Και δε θα γεννηθώ ποτέ ξανά
Και πάσαι αι γενεαί
Δε θα προσμένουν τίποτα
Από μένα
άλλο..

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

απεργία πείνας














Τις κατάργησα τις μέρες
Τα πόδια διέφυγαν κι
Αναζητώ μέλη
Κάτω από βότσαλα
Που θάφτηκαν τα
Καλοκαίρια
Μ’ ένα μυαλό –
Σημάδι του ορίζοντα
Για αντίσταση σε
Τοπογράφους δικτάτορες
Που άδουν ευσπλαχνία
Όταν τυραννούν τα πρωινά

Με απεργίες πείνας
Απαντούν τα σπλάχνα μου
Υπερβαίνοντας
Το άδικο εγώ
Που παραμέρισε το λυγμό
Του φυλακισμένου  σιαμαίου μου
Και υπνωτίστηκε
Γιατί δεν άντεχε να παραστεί
Στην απόδρασή του..

Παραμερίζω τις ανάγκες
Και παραστέκομαι
Στον Άνθρωπο
Σκίζοντας το συρματόπλεγμα
Να εκτονωθεί  το άπειρο
Της κραυγής του
Πριν απ’ το θάνατο
Και τη μοιραία ζωή -!-..  

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

στην επιστροφή των Αργοναυτών..












 Όταν σιώπησαν οι άνεμοι
Η πόλις εκκενώθηκε
Μόνο οι κρεμασμένοι έμειναν
Ακίνητοι
Φρουροί
Ακοίμητοι
Απάτριδες
Φυλώντας πατρίδα
Οι κρεμασμένοι
Στους τσιμεντένιους στύλους
Της δημόσιας της επιχείρησης
Του ηλεκτρικού
Έτσι
Όταν επέστρεψαν οι
Αργοναύτες με
Το χρυσόμαλλο το δέρας
Οι πιο πολλοί
Αυτοκτόνησαν
Καθώς είδαν
Το μάταιο της
Εκστρατείας τους –
Ποιος θα χειροκροτούσε
Και ποιος θα
Γονάτιζε με
Δέος στη
Δόξα τους-;-
Οι λίγοι που
Έμειναν
Νήστεψαν
Μέρες πολλές –
Όσες του
Ταξιδιού τους
Προσκύνησαν τους
Κρεμασμένους φρουρούς
Και με
Το σκοινί της Αργούς
Κρεμάστηκαν στους
Τσιμεντένιους στύλους
Του ηλεκτρικού
Ακίνητοι
Ακοίμητοι
Και περήφανοι
Θριαμβευτές
Της ζωής τους -!-  
Μην τους φοβάσαι
Τους νεκρούς
Γέφυρες στήνουν
Τους λιποτάκτες τρέμε -!-..

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

η διδαχή

















Προκαλούσαν μου
υποσυνείδητη δυσθυμία
οι επισκέψεις σου
Μετά από χρόνια -
κι ό, τι συγκέντρωσα
απ’ τις εποχές εκείνες
να στήσω ώρες ξανά –
μετρώντας χάπια που
ήπια και
σχεδίες που
ναυάγησα
Μετρώντας πατερίτσες
και φαρμακεία..
Τότε,
μετά από
χρόνια κατάλαβα -
Είδα, δηλαδή -
το δωμάτιό μου
που είχε
λιγοστέψει και
θυμήθηκα που
ερχόσουν με
άδεια μάτια που
με λήστευαν και
άδεια
αγκαλιά που
με ψάρευε σ’
εκείνο το
γαλάζιο που
νόμιζα θάλασσά μου
κι ήταν βιτρίνα του
Γκρεμού...
Στη μανία σου δε
τη σαρκοβόρα
πώς να δεις
ότι του Ηφαίστου η
Φωτιά ήταν η
ύπαρξή μου, και
μπορούσα στο
πρώτο το σκίρτημα
των ανέμων, να
ξαναστήσω το
χρονομέτρη του
εαυτού μου -;-..
-Για ΄μένα
μάθημα
Για ΄σένα
πανωλεθρία..
Έχω τώρα
να ενισχύσω την
αχίλλειο πτέρνα μου
και να
διδάξω για
την έπαρση της
Κακίας
στη μυθωδία του
Προμηθέως μου..

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Ακούς -;-












Όταν οι ποιητές στριμώχτηκαν
στην άκρη του κόσμου -
να δουλεύουν καλύτερα
το μελάνι τ' ουρανού -
μπόρεσα να κρατήσω το διάβολο
απ' την άκρη του μυαλού του
Τον κρέμασα σημαία
στο δείχτη μου
κι άρχισα να κατεβαίνω
στην καρδιά της φωτιάς -
εκεί
που το φεγγάρι μονολογεί
με το υπόλοιπο του χρόνου μου
Ρήμαξα το μετέωρό μου βήμα
με το μετέωρο της ύπαρξής μου
πάνω στο γαλάζιο σου βλέμμα ουρανέ
και
τίναξα την ανάσα μου
απ' τη σκόνη
των δρόμων που σεργιάνισε
η φαντασία μου
Φίλησα
τις σπασμένες φωνές των διαβατάρικων -
ασπασμός τελευταίος -
κάτι να πάρω
απ' τη μυρωδιά της ζωής ακόμη
και βάφτισα το βλέμμα μου γεράκι
με τ' ακριβό νερό των πηγών σου
Γεράκι πηγαίνω τώρα
πιο πάνω
κι όλο και πιο κάτω γι' αυτό
εκεί
που σπάνε τα κύματα
και τα κρανία ζητούν κορμί
να δέσουν με το ποίημα
Όμως
η ζωή κυκλοφορεί
στα σκοτεινά υπόγεια
με τα μονωμένα ντουβάρια
- να μη ξεφύγει το δάκρυ
και με δεις πάλι μικρό
...Κι ας μου ΄ταξες βροχές
ν' αστράφτει ο ουρανός
μέσα στη νύχτα

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

στους ήχους της φυσαρμόνικας













Και ζήταγες πάντα να σβήνω τα φώτα να κατεβάζω τα μπαντζούρια - ούτε μια χαραμάδα έλεγες - ούτε καν μια φωνή, μια ζητιάνα ματιά "Εμείς", έλεγες "Κι εσύ θα γίνεις πόνος", έλεγες "μεγάλος" Έγερνα στα τοπία σου, τότε, μετρούσα τους πλανήτες σου
τη σκοτεινή πλευρά της σελήνης σου κατάκτησα, έγδερνες την πλάτη μου με τα ξερά κλαδιά των χειμώνων σου, έχω τα δάκρυα τα παιδικά στις παλάμες μου - μ' αυτά να ξεπλύνω παλεύω, λέω, παλεύω τα χώματα να διώξω, τα αίματα, τον πηλό που ξεράθηκε στην καρδιά μου και βουβή την έκανε κι ασήκωτη, ζεϊμπεκιές χορεύει τα βράδια βαριές κι ίσως τα πιο τρυφερά πατήματά μου στη ζωή, δεν έφυγες ΝΙΩΘΩ
ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ
τρύπησαν τα χέρια μου διαρρέουν όνειρα, τα δένω με την ουρά του χαρταετού που κρατάω στην αποθήκη μου που χαϊδεύω κάθε ξημέρωμα
να πετάξω, θέλω, να πετάξουμε να πετάξω
κάνω σινιάλα στους τρομοκράτες μου κλείνουν το μάτι γι' αυτό...μ' ακούς που τις νύχτες σηκώνομαι, πάντα υπνοβατούσα, εξάλλου,
κάνω έρωτα στις γωνιές αμβλυγώνιου, αφού το γνωρίζεις η γεωμετρία μου έδειχνε όλη την αλήθεια του Κόσμου
ναυπηγώ καράβι δικό μου, απλώνω τη γλώσσα μου κατάστρωμα, τα δάχτυλά μου κατάρτια, ταξιδεύω ωκεανούς
μήπως σου είπα ότι ο Αλέξανδρος έχει πολλές αδερφές στ' ανοιχτά της θαλάσσης; μάθε, μάθε, μάθε, τρικυμίες στο στόμα μου μέσα, τα σάλια παλινδρομούν φουσκώνουν κύματα
φτύνω κατάμουτρα τον ήλιο που ξεσκεπάζει πρόστυχες πόλεις, λες, να κοιμήθηκες μαζί τους, λες να κοιμήθηκα κι είναι η μανία απέραντη;
Κι όμως, εχτές έφυγα από μια ψεύτικη γιορτή, να σώσω μπόρεσα ένα φιλί να πάρω σ' ένα μεγάλο διασκελισμό της νύχτας
ανάμεσα στα πόδια της λαχάνιαζα τα σκοτάδια
γωνία εκατόν είκοσι μοιρών
ξάπλωσα τα δάκρυά μου, την ανάσα μου όλη, να ταχυδρομήσω τις λέξεις μου όλες, να κρατήσω το βιολί απ' το τάστο μη του φύγουν τα φτερά και
ναι;...είσαι εσύ; ο ταχυδρόμος χτύπησε μια φορά
μια φυσαρμόνικα έπαιζε στο πλατύσκαλό σου σκοπούς ανείπωτους, μόνο για δύο και κρεμάλα έπαιζε με λέξεις παιδικές και γι' αυτό δύσκολες
θα βρούμε τα γράμματα πιστεύεις; πιστεύω εις έναν σκοπό άναρχο...φιλώ. σε. όπως εσύ

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Ντίνος Χριστιανόπουλος - Ιθάκη















Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια
η από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου,
τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη
με τα χριστιανικά της σωματεία
και την ασφυχτική της ηθική.
Πάντως, δεν ήταν λύση, ήταν ημίμετρο.
Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο
αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες.
Οι φίλοι που αγάπησα έχουνε πια χαθεί
κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας
που κάποτε του μίλησα για ιδανικά…
Τώρα επιστρέφω με μίαν ύποπτη προσπάθεια
να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω
κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει
την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει
στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει
στους κόλπους του μίαν ασωτία ιδιωτική.
Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω,
που με κρατάει πάντα μακριά.
Μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω,
τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;
(Από τη συλλογή «Εποχή των ισχνών αγελάδων» )