Όταν
με βρίσκει
η στενή
απόφαση
διψασμένο
από
νύχτες με
ανάστημα
παραμονής -
γιορτής
αναμενόμενης,
να γυρέψω
μαχαίρι
και σκοινί
να γυρέψω
παράθυρα -
φυλαγμένα σε
μπαούλα - που
λησμονήθηκαν στις
σφραγισμένες
αποθήκες μου
από
τον τρελό
αποθηκάριό μου,
που έχανε
τα λάδια πάντα
των συνδέσεών μου
με το ανυπέρβλητο
μυστικό που
του εμπιστεύτηκα..
Δίκαια η
θάλασσα
μεταναστεύει
στο άγνωστο -
ανώνυμη και
ζητιάνα,
και, μένει
μόνο ο
Βοριάς
ν' αφρίζει στις
κομμένες
φλέβες -
εκεί που
ο καρπός
σημαδεμένος
από χρόνια
έγερνε να
μαστιγώνει
τα ξενύχτια μου -
κατάρα από
τους μήνες
τους εννιά της θωράκισής μου..
τους εννιά της θωράκισής μου..