Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

η κατάρα
















Όταν
με βρίσκει
η στενή 
απόφαση
διψασμένο
από
νύχτες με 
ανάστημα 
παραμονής -
γιορτής 
αναμενόμενης,
να γυρέψω
μαχαίρι
και σκοινί
να γυρέψω
παράθυρα -
φυλαγμένα σε
μπαούλα - που 
λησμονήθηκαν στις 
σφραγισμένες
αποθήκες μου
από 
τον τρελό
αποθηκάριό μου,
που έχανε
τα λάδια πάντα
των συνδέσεών μου
με το ανυπέρβλητο
μυστικό που
του εμπιστεύτηκα..
Δίκαια η
θάλασσα
μεταναστεύει
στο άγνωστο -
ανώνυμη και
ζητιάνα,
και, μένει
μόνο ο
Βοριάς
ν' αφρίζει  στις 
κομμένες
φλέβες -
εκεί που
ο καρπός
σημαδεμένος
από χρόνια
έγερνε να
μαστιγώνει
τα ξενύχτια μου -
κατάρα από 
τους μήνες
τους εννιά της θωράκισής μου..