Ένα τσιγάρο που
καίγεται είμαι
θα μπορούσα
φουγάρο
σε υπερπόντιο πλοίο
με έναν μονάχα επιβάτη
που δίψασε να σπάσει
τα σύνορα
με σένα, ας πούμε,
που τρόμαξες
το φεγγάρι μου
εκεί βαθιά
που αιμορραγούσε -
μέσα στην καρδιά μου
Δεν είμαι πλέον -
πλάσμα αλλόκοτο είμαι
που προσπαθεί να ορίσει
η φαντασία μου
να κορεστεί η
βεβαιότητά σου
στο αλλοπρόσαλλο
των ματιών μου,
καθώς τινάζουν το βλέμμα μου,
όπως τινάζεις το σεντόνι σου
να πέσουν στο χάος οι ψίθυροι
απ' τους εφιάλτες σου -
της νύχτας που αντίκρισες
το λάθος των ορμών σου -
Και μια βραχνή φωνή είμαι
θα μπορούσα φουγάρο
σαπιοκάραβου
που βγήκε σκάρτο
στους ωκεανούς
να συλλέξει μυστικά
απολιθώματα
και να πεθάνει
πριν την επιστροφή του
κατά της σοφίας
τις ρήσεις
και συνέλεξε τον εαυτό του
συντρίμμια
Δεν επιστρέφει ο δολοφόνος
στον τόπο του εγκλήματος -
κι αν επιστρέψει, είναι
για να ολοκληρώσει το έργο του -
το θύμα γυρίζει πάντα εκεί
να δώσει τίτλο στην τραγωδία -
και ν' αναλύσει το γιατί -
να μάθει το σκοπό
της θυσίας του
Έτσι επιστρέφω βράδυ
στον τόπο αυτό
με το νωπό το αίμα -
στο στόμα η πλώρη,
τα χέρια κουπαστές
το τσιγάρο να καπνίζει ακόμη
Επιστρέφω άρχοντας
κι αν σκιερός -
είναι απ' τις αρμύρες
και το ξερό του βοριά
που τίναξε χνώτο πάνω μου
κι έγινα άνθρωπος
δίχως τρίαινες και άλλα τέτοια
που καθορίζουν τυραννία
αλλά τρέλα πάθους
για να θυμάμαι
την τελική σου πτώση
σε νηνεμία μέσα
όταν σχεδίαζα με αιμάτινο μελάνι
τους δολοφόνους μου
στη λευκή κουρτίνα
της κρεβατοκάμαρας...
Και σκέφτομαι τώρα...
...να ΄ναι τ' αστέρια που
χύθηκαν στο μυαλό μου -;-..
να ΄ναι το κάρμα που
καίγομαι τσιγάρο -;-
Τώρα καπνίζω και το τελευταίο
στη θάλασσα μέσα των
χυμένων αστεριών
και λέω -
αναγνωρίζοντας πάντα τις ευθύνες
και τα χρέη μου -
να κρεμαστώ πάλι στο βράχο
είναι ο μόνος που αυτοθέλητα
σηκώνει το βάρος
των καπνισμένων χειλιών μου
με τ' αλλοπρόσαλλο βλέμμα μου
στο στέκι των θνητών...