Κι ένα πρωί
θα μείνει το βράδυ
με ήχο τρένου
με φασαρία λιμανιού
που πίνεις γρήγορα καφέ
να μείνεις πάλι
να κυλιστείς εξωφρενικά
στη φυλακή του νου
στην απομόνωση,
στο εργαστήριο ψυχών
που τα ποντίκια
ελλοχεύουν φως
Θα θελήσεις
να κατεβάσεις θεούς
να γίνεις θεός
να ερωτευτείς δαιμονικά
να πάρεις κατακτητικά
αξεπέραστες ηρωίδες
που γνωρίζουν και
γκρεμίζονται
σ' άβατα κρεβάτια
δαγκώνοντας άπληστα
και σκίζοντας ανυπόφορα
να φτάσουν στους νευρώνες
να οδηγήσουν τις τρίαινες
να σπάσουν την αντίσταση
στους κουτσούς θνητούς
και να σφραγίσουν τη συνήθεια
Ναι,
αυτό το βράδυ
έμεινε
Κι όσο κι αν δεν το πίστευα
σήκωσα το δόρυ
και άλωσα την ιστορία
ματώνοντας τους
μαστούς της
καθώς βίαια άρπαξα
τις ρώγες της
να συντρίψω το παρελθόν της
Με το λεπτοδείκτη της
καρδιάς μου
έσκισα τις φλέβες της
κι άφησα να χυθεί το
δηλητήριό της
που παραμόρφωνε τη
ζωή μου
Και
παίρνω αγέρωχα το δρόμο
που με περίμενε στις στροφές –
εκεί που πάντα έφτανα
και πισωγύριζα
βυζαίνοντας το κάτω χείλος -
το νήμα που ένιωθα να με τραβά –
πρόσταγμα,
η πρώτη φράση που άκουσα
και «χαίρε Καίσαρ!»
που έμαθα ν’ απαντώ
και γκρέμισα σε μια βραδιά
όταν
αγάπη
με φίλησα στο στόμα..
Κι εκεί
το άβατο διάβηκα
κυρίαρχος
του δικού μου
αιώνα